εκκοκκιστήριο

εκκοκκιστήριο
το
μηχάνημα ή εργοστάσιο εκκόκκισης (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εκκοκκιστήριο — το και εκκοκκιστήρας, ο 1. μηχάνημα με το οποίο γίνεται εκκόκκιση 2. εργοστάσιο ή εργαστήριο εκκοκκισμού …   Dictionary of Greek

  • βαμβάκι — Πρόκειται για την κοινή ονομασία με την οποία είναι γνωστά τα είδη του γένους γοσύπιο (gosypium) της οικογένειας των μαλαχιδών ή μαλβιδών, καθώς και οι κλωστικές ίνες που προέρχονται από τα σπέρματά τους (παλαιότερα λεγόταν επίσης βαμπάκι και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”